σαβακός

σαβακός
-ή, -όν, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Χίους) «σαθρός»
2. (για έλκος) αυτός που έχει σαπίσει ή ο σχεδόν σάπιος
3. συντετριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -ακός (πρβλ. μαλ-ακός, τριβ-ακός). Η σύνδεση με το όν. τού φρυγικού θεού Σαβαζίου δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαβακός — feeble masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαβακῶν — σαβακός feeble fem gen pl σαβακός feeble masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαβακόν — σαβακός feeble masc acc sg σαβακός feeble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαβακῶς — σαβακός feeble adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • хабить — I хабить I портить : похабить, похабство, похабный, укр. охабити портить , охаблений негодный, гадкий , охаба распущенная женщина , русск. цслав. хабити, хаблɪѫ портить , хабенъ, хабленъ жалкий , болг. хабя, изхабя порчу , сербохорв. ха̏бати,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ionic Greek — was a sub dialect of the Attic Ionic dialectal group of Ancient Greek (see Greek dialects).Ionic (or Ionian) dialect appears to have spread originally from the Greek mainland across the Aegean at the time of the Dorian invasions, around the 11th… …   Wikipedia

  • σαβάζω — (I) και σαββάζω Α [Σαβάζιος] συμμετέχω στην εορτή τού Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας διασκεδάσας, διασαλεύσας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. τού επιθ. σαβακός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”